ξενοκοιμάμαι

ξενοκοιμάμαι
και ξενοκοιμούμαι
1. κοιμάμαι σε ξένο σπίτι
2. διανυκτερεύω στο σπίτι ερωμένου ή ερωμένης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξενοκοιμάμαι — ξενοκοιμάμαι, ξενοκοιμήθηκα βλ. πίν. 79 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • ξενοκοιμούμαι — και ξενοκοιμάμαι ξενοκοιμήθηκα 1. κοιμούμαι σε ξένο σπίτι. 2. μτφ., έχω σχέσεις ερωτικές με άτομο στο σπίτι του οποίου συχνά κοιμούμαι: Έμαθα πού ξενοκοιμάσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”